希臘語

编辑

詞源

编辑

γαϊδούρι (gaïdoúri, ) +‎ -ιά (-iá, 陰性名詞後綴)

發音

编辑

名詞

编辑

γαϊδουριά (gaïdouriáf (复数 γαϊδουριές)

  1. 粗魯無禮(的行為)
    Ήταν μεγάλη γαϊδουριά να μην ευχαριστήσει τους γονείς του για τα δώρα.
    Ítan megáli gaïdouriá na min efcharistísei tous goneís tou gia ta dóra.
    父母送他禮物,他卻不感謝,真是太無禮了。
    Έτσι που μίλησες στους ηλικιωμένους ανθρώπους ήταν μεγάλη γαϊδουριά.
    Étsi pou mílises stous ilikioménous anthrópous ítan megáli gaïdouriá.
    你跟長者們說話的方式太粗魯了。

變格

编辑

近義詞

编辑