βοτανολόγος

希臘語

编辑

名詞

编辑

βοτανολόγος (votanológosm f (复数 βοτανολόγοι)

  1. 植物學家

變格

编辑

相關詞彙

编辑

參見

编辑

拓展閱讀

编辑