ανεμοθύελλα

希臘語

编辑

名詞

编辑

ανεμοθύελλα (anemothýellaf (复数 ανεμοθύελλες)

  1. (氣象學) 風暴
    近義詞: ανεμοζάλη (anemozáli)αναμπουμπούλα (anampoumpoúla)

變格

编辑

相關詞彙

编辑