希臘語

编辑

名詞

编辑

ανδρείκελο (andreíkelon (复数 ανδρείκελα)

  1. 人偶
    近義詞: κούκλα (koúkla)μαριονέτα (marionéta)
  2. (時裝) 假人人體模型
    近義詞: κούκλα (koúkla)μανεκέν (manekén)μοντέλο (montélo)
  3. (比喻義) 傀儡
    κυβέρρνηση ανδρεικέλωνkyvérrnisi andreikélon傀儡政府

變格

编辑

近義詞

编辑