希臘語

编辑

形容詞

编辑

ανήλικος (anílikosm (陰性 ανήλική,中性 ανήλικο)

  1. 未成年

變格

编辑

相關詞彙

编辑

名詞

编辑

ανήλικος (anílikosm (复数 ανήλικοι)

  1. 未成年人

變格

编辑

近義詞

编辑