希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 ἄνθραξ (ánthrax, 木炭)

名詞

编辑

άνθρακας (ánthrakasm (复数 άνθρακες)

  1. (化學)
  2. 煤炭
    近義詞: κάρβουνο (kárvouno)γαιάνθρακας (gaiánthrakas)
  3. 木炭
  4. (病理學) 炭疽

變格

编辑

派生詞

编辑

同類詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑