Σενεγαλέζος

希臘語

编辑

詞源

编辑

Σενεγάλη (Senegáli, 塞內加爾) +‎ -έζος (-ézos)

名詞

编辑

Σενεγαλέζος (Senegalézosm (复数 Σενεγαλέζοι,阴性 Σενεγαλέζα)

  1. 塞內加爾人(多指男性)

變格

编辑