希腊语

编辑

其他形式

编辑

词源

编辑

Βιέννη (Viénni, 維也納) +‎ -έζος (-ézos)

名词

编辑

Βιεννέζος (Viennézosm (复数 Βιεννέζοι,阴性 Βιεννέζα)

  1. 維也納人(多指男性)
  2. (作修飾人的形容詞) 維也納
    ο Βιεννέζος συνθέτης Γιόχαν Στράουςo Viennézos synthétis Gióchan Stráous維也納的作曲家約翰·施特勞斯

变格

编辑

近义词

编辑